- λυγμῷ
- λυγμόςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγμός — ο (AM λυγμός) σπασμός τού διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή τού αέρα που υπάρχει στον θώρακα μσν. αρχ. λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ τού λύζω… … Dictionary of Greek